usagé - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

usagé - translation to


coutumes      
n. mores, usages
usager         
n. user, one who uses
usagé      
used, second hand, worn

Ορισμός

Usage
·noun Manners; conduct; behavior.
II. Usage ·noun Experience.
III. Usage ·noun Long-continued practice; customary mode of procedure; custom; habitual use; method.
IV. Usage ·noun Customary use or employment, as of a word or phrase in a particular sense or signification.
V. Usage ·noun The act of using; mode of using or treating; treatment; conduct with respect to a person or a thing; as, good usage; ill usage; hard usage.

Βικιπαίδεια

Usage
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για usagé
1. Le plutonium usagé, dont Pyongyang dispose encore d‘importantes quantités, peut, une fois «retraité», servir de combustible pour une arme nucléaire.
2. Le Conseil fédéral aurait d$'; livrer son verdict sur la procédure de vente d‘équipement usagé il y a plusieurs semaines.
3. J‘aime qu‘un t–shirt soit mou, qu‘il poche aux coudes, qu‘il ait un air usagé, vintage.
4. L‘usine de Mayak transformera le combustible usagé ouzbek de sorte qu‘il ne puisse plus servir ŕ la fabrication d‘armes nucléaires, a ajouté l‘AIEA.
5. Apr';s quelques minutes, il rend la coupure en secouant la tęte. «Non, désolé, je ne peux pas le prendre, il est un peu usagé», dit–il avec un sourire contrit.